- μαχητῇ
- μαχητήςfightermasc dat sg (attic epic ionic)μαχητόςto be fought withfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
προκάλυμμα — ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω] 1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη 2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.) νεοελλ. στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και… … Dictionary of Greek
προπέτασμα — το, ΝΑ [προπετάννυμι] καθετί που μπορεί να καλύψει τη θέα προσώπων ή αντικειμένων που βρίσκονται πίσω από αυτό νεοελλ. 1. στρ. φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο το οποίο προφυλάσσει τον μαχητή ή τμήμα στρατού από την παρατήρηση και από τα πυρά τού… … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
τζαουχάρ — το, Ν άκλ. αρχαίο ινδικό έθιμο, παραπλήσιο με το έθιμο σάτι, σύμφωνα με το οποίο η σύζυγος ενός μαχητή θυσιαζόταν πριν από τον αναμενόμενο θάνατο τού συζύγου της στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jauhar < αρχ. ινδ. jauhar] … Dictionary of Greek
Βαράγγοι — Ονομασία αυτοκρατορικής μισθοφορικής φρουράς στην υπηρεσία των Βυζαντινών. Τη φρουρά αυτή τη συγκροτούσαν Ρώσοι, Σκανδιναβοί και Άγγλοι στρατιώτες. Για πρώτη φορά, το 988, έφτασαν στο Βυζάντιο 6.000 Ρώσοι Β. που τους είχε στείλει ο πρίγκιπας… … Dictionary of Greek
Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… … Dictionary of Greek
Μιναμότο — (Minamoto). Ιαπωνική οικογένεια αυτοκρατορικής καταγωγής, οι ρίζες της οποίας ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ. Συμμετέχοντας στους αγώνες για την εξουσία μεταξύ των Φουτζιβάρα και των Ταϊρά, εγκαθίδρυσε (1186) την πρώτη κυβέρνηση των σογκούν… … Dictionary of Greek